- κρυφαῖον
- κρυφαῖοςhiddenmasc acc sgκρυφαῖοςhiddenneut nom/voc/acc sgκρυφαῖοςhiddenmasc/fem acc sgκρυφαῖοςhiddenneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρυφαίος — κρυφαῑος, αία, ον, θηλ. και ος (Α) 1. κρυμμένος («εἰ δέ τις ἔνδον νέμει πλοῡτον κρυφαῑον», Πίνδ.) 2. λαθραίος, κρυφός, μυστικός («κρυφαῑον ἔπος», Σοφ.). Επιρρ. κρυφαίως (Α) κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. από κρυφῇ + κατάλ. αῖος (πρβλ. λαθρ αίος, λιτ αίος)] … Dictionary of Greek
ԹԱՔՈՒՍՏ — (քստի, իւ, կամ քստեան, եամբ.) NBH 1 0803 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 11c, 12c գ. τὸ κρυφαῖον, τὸ ἁπόκρυφον occultatio, occultum Թաքչելն. թաքնութիւն. ծածկութիւն. պահեստ. տեղի թաքչելոյ. ... *Ոչ ամուր թաքստի, ոչ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)